Της Ρωξάνης Καπαντζάκη,
Λίγο πριν εκπνεύσει η προεδρία του Donald Trump υπήρξε συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) για πώληση αμερικανικού πολεμικού εξοπλισμού προς το Άμπου Ντάμπι. Η συμφωνία αφορά πενήντα μαχητικά F-35, δεκαοκτώ μη επανδρωμένα αεροσκάφη τύπου MQ-9 καθώς και πυραύλους αέρος-αέρος και αέρος-εδάφους των οποίων η αξία ανέρχεται σε είκοσι τρία δισεκατομμύρια δολάρια.
Σήμερα, όμως, οι δύο πλευρές φαίνεται να μην είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν στην υλοποίηση της εφαρμογής της συμφωνίας. Ποιοι είναι οι λόγοι που η εν λόγω συμφωνία κινδυνεύει να ακυρωθεί και πώς την αντιμετωπίζουν οι ενδιαφερόμενες δυνάμεις που αναπτύσσουν δραστηριότητες στην περιοχή;
Εξετάζοντας τα αίτια που κρύβονται πίσω από τον δισταγμό των ΗΑΕ βρίσκεται και η πρόσφατη συμφωνία που έχουν συνάψει με τη Γαλλία. Ογδόντα μαχητικά Rafale κόστους δεκατεσσάρων δισεκατομμυρίων ευρώ πρόκειται να παραδοθούν στο κράτος του Κόλπου κατόπιν συμφωνίας που υπογράφτηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του 2021 κατόπιν επισκέψεως του Γάλλου προέδρου Emmanuel Macron στα ΗΑΕ. Φυσικά, υπάρχει και προηγούμενη διασύνδεση μεταξύ Γαλλίας και ΗΑΕ λόγω της μόνιμης στρατιωτικής βάσης που έχει η Γαλλία στο κράτος του Κόλπου από το 2009, σε μια άκρως στρατηγική θέση απέναντι από το Ιράν. Ωστόσο, αξιωματούχος του Υπουργείου Άμυνας των Εμιράτων διαβεβαιώνει ότι η συμφωνία με τους Γάλλους για την πώληση των Rafale είναι συμπληρωματική της αμερικανικής και σε καμία περίπτωση δεν την αντικαθιστά.
Εντούτοις, ο λόγος που έστρεψε τα ΗΑΕ προς την εναλλακτική της Γαλλίας είναι οι επιφυλάξεις των ΗΠΑ σχετικά με την κινεζική παρουσία στην χώρα. Λόγω των λεπτών ισορροπιών που υπάρχουν μεταξύ των ΗΠΑ και Κίνας στον αγώνα τους για την παγκόσμια ηγεμονία – στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό βεβαίως σε έναν πολυπολικό κόσμο – οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αφήσουν τη διεύρυνση της κινεζικήςεπιρροής ιδίως σε περιοχές που παίζουν σημαντικό ρόλο για τα αμερικανικά συμφέροντα.
Συνεπώς, η παρείσφρηση της κινεζικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών Huawei Technologies Co. στα ΗΑΕ εκλαμβάνεται από την αμερικανική πλευρά ως άκρως επικίνδυνη. Τουτέστιν, με αυτόν τον τρόπο η Κίνα θα μπορούσε να σημάνει συναγερμό για την ασφάλεια των αμερικανικών οπλικών συστημάτων. Ιδίως, η ενίσχυση των εμπορικών, τεχνολογικών και επενδυτικών σχέσεων των Εμιράτων με το Πεκίνο, σε συνδυασμό με τα σχέδια της Κίνας να αποκτήσει ναυτική βάση στα ΗΑΕ, κρούει των κώδωνα του κινδύνου για τις ΗΠΑ και συνεπώς, προσπαθούν να αποτρέψουν όσο το δυνατόν περισσότερο την εφαρμογή των στόχων του Πεκίνου.
Τα ΗΑΕ προσβλέπουν στη βοήθεια του Πεκίνου για ενίσχυση ενάντια σε τρομοκρατικές επιθέσεις αλλά και σε παρακολούθηση αντικυβερνητικών δυνάμεων. Βεβαίως, και για την Κίνα το κράτος αυτό του Κόλπου παίζει σημαντικό ρόλο καθώς είναι ένας σπουδαίος κόμβος logistics για την περιοχή της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής, για το Κέρας της Αφρικής και τη Νότια Ασία. Λαμβάνοντας υπόψιν το εγχείρημα της Κίνας με την Πρωτοβουλία Belt and Road (BRI), βασική προϋπόθεση του οποίου οφείλει να είναι η σταθερότητα στις περιοχές από όπου διαπερνάει, τα ΗΑΕ φαίνονται η καλύτερη επιλογή σε σχέση με απρόβλεπτες εναλλακτικές με άλλες χώρες της περιοχής όπως το Ιράν, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να προσελκύσει κυρώσεις των ΗΠΑ.
Εξάλλου, στα ΗΑΕ εντοπίζεται και η μεγαλύτερη κινεζική κοινότητα της Μέσης Ανατολής, γεγονός που ενδέχεται να ανοίξει δρόμους για συμβάσεις παροχής υπηρεσιών σε διάφορες χώρες, ενώ η μετριοπαθής και σταθερή κυβέρνηση του κράτους αυτού του Κόλπου, βρίσκεται στο ίδιο μήκος κύματος με τις προθέσεις της κινεζικής κυβέρνησης. Αυτό σημαίνει ότι η Κίνα δύσκολα θα στρέψει το βλέμμα της μακριά από τα ΗΑΕ και αυτό πιθανώς να σηματοδοτήσει ένα καινούργιο πεδίο κόντρας με τις ΗΠΑ.
Αυτός, όμως, ο «νέος ψυχρός πόλεμος» μεταξύ ενός σημαντικού εμπορικού εταίρου και ενός βασικού στρατηγικού συμμάχου είναι που κάνει τα ΗΑΕ να είναι επιφυλακτικά στη συνέχιση της υλοποίησης της συμφωνίας με τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Anwar Gargash, διπλωματικού σύμβουλου της ηγεσίας των ΗΑΕ, ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός δύναται να επηρεάσει αρνητικά την χώρα του αλλάσε καμία περίπτωση η χώρα του λόγω του μικρού μεγέθους της δεν θα μπορέσει να επηρεάσει θετικά τον εν λόγω ανταγωνισμό.
Ήδη, τα ΗΑΕ συμμορφώθηκαν με το αμερικανικό αίτημα να κλείσουν κινεζική ναυτική εγκατάσταση στην επικράτειά τους λόγω της πεποιθήσεως από πλευράς των Αμερικανών ότι χρησιμοποιούταν για στρατιωτικούς σκοπούς, άποψη που δεν ενστερνιζόταν η πλευρά των Εμιράτων, αλλά εν τέλει η εγκατάσταση έκλεισε ως ένδειξη καλής θέλησης από τα ΗΑΕ. Επιπρόσθετα, αξιωματούχος των Εμιράτων δήλωσε ότι η εκ νέου αξιολόγηση της συμφωνίας από πλευράς τους έγινε λόγω των τεχνικών απαιτήσεων, των κρατικών λειτουργικών περιορισμών και της ανάλυσης κόστους/οφέλους.
Άξιο αναφοράς, επίσης, είναι το γεγονός ότι αυτό που αποτέλεσε ουσιαστικά το έναυσμα για τη συμφωνία των ΗΑΕ και ΗΠΑ και την πώληση πολεμικού υλικού, ήταν η εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των ΗΑΕ και του Ισραήλ. Εν ολίγοις, η συμφωνία αποτέλεσε την ανταμοιβή των Εμιράτων επειδή ήταν το πρώτο μετά την Αίγυπτο και την Ιορδανία αραβικό κράτος που αναγνώρισε το Ισραήλ. Παρόλα αυτά η συμφωνία έκλεισε επί προεδρίας Trump και με την αλλαγή της αμερικανικής ηγεσίας η αμερικανική πλευρά δεσμεύτηκε για πιο στενή επιτήρηση στα αεροσκάφη προς πώληση. Τα F-35 είναι σημαντικά λόγω της τεχνολογίας stealth, της ικανότητάς τους να συλλέγουν πληροφορίες, να καταφέρνουν βαριά πλήγματα σε εχθρικές δυνάμεις και να συμμετέχουν σε αερομαχίες. Το κοινό σημείο αναφοράς και για το Ισραήλ και τα ΗΑΕ είναι η ανησυχία τους για το Ιράν, αλλά πρόσφατα αξιωματούχος των Εμιράτων επισκέφτηκε το Ιράν με την ελπίδα ότι οι μεταξύ τους σχέσεις θα εξομαλυνθούν.
Ουσιαστικά, πίσω από τους δισταγμούς των Εμιράτων να προχωρήσουν με τη συμφωνία υπάρχει ο φόβος ότι αυτή η αγορά θα εκληφθεί ως εχθρική ενέργεια από το Ιράν. Ήτοι, το Ιράν θα εκλάβει την ανανέωση του πολεμικού υλικού των Εμιράτων ως ενέργεια που δύναται να χρησιμοποιηθεί απειλητικά εναντίον τους. Η απόσυρση των Εμιράτων από τη συμφωνία ερμηνεύεται θετικά από το Ιράν καθώς δείχνει ότι τα Εμιράτα δεν έχουν καμία πρόθεση να προβούν σε στρατιωτική διαμάχη με τη γειτονική τους χώρα.
Ένα άλλο σημείο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν είναι, επίσης, η συμμετοχή των Εμιράτων στον πόλεμο και τις αιματηρές επιθέσεις που διεξάγει η Σαουδική Αραβία στην Υεμένη, ενώ και η υποστήριξη των Εμιράτων προς τον Λίβυο στρατάρχη Khalifa Haftar κινητοποιούν ορισμένους νομοθέτες από την πλευρά του Δημοκρατικού κόμματος των ΗΠΑ να εκφράσουν την αντίθεσή τους και να αποπειραθούν να σταματήσουν την πώληση.
Μάλιστα, βρέθηκαν τμήματα αμερικανικών πυρομαχικών που εκτοξεύτηκαν από Σαουδαραβικά αεροσκάφη σε περιοχές της Υεμένης όπου σκοτώθηκαν αρκετοί άμαχοι στη διάρκεια βομβιστικών επιθέσεων από τη Σαουδική Αραβία. Σύμφωνα με δηλώσεις της Mira Resnick, αναπληρώτριας υφυπουργού Εξωτερικών για θέματα Περιφερειακής Ασφάλειας, αυτό που θέλει να εξασφαλίσει η αμερικανική πλευρά είναι ότι τα αμερικανικά όπλα χρησιμοποιούνται με τρόπους που προάγουν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και η Ουάσιγκτον συνεργάζεται με τους συμμάχους της προκειμένου να αποτραπεί η απώλεια άμαχου πληθυσμού.
Μια άλλη παράμετρος που χρήζει αναφοράς είναι ότι, σε περίπτωση που δεν αποφέρει καρπούς η συμφωνία μεταξύ Εμιράτων και ΗΠΑ, το Άμπου Ντάμπι μπορεί να στραφεί σε άλλες αγορές, τεχνολογικά προηγμένες. Πιθανολογείται, λοιπόν, ότι η Ρωσία έχει να προσφέρει μια εναλλακτική σε αυτό το πεδίο για τα ΗΑΕ, προωθώντας το τελευταίο της μαχητικό, Checkmate, που το διαφημίζει ως τον «άμεσο αντίπαλο του αμερικανικού αεροσκάφους 5ης γενιάς».
Σύμφωνα με τους Ρώσους, το εν λόγω μαχητικό αεροσκάφος που βρίσκεται ακόμη σε φάση ανάπτυξης μπορεί να ανταγωνιστεί το αμερικανικό F-35, καθώς θα διαθέτει τεχνολογία stealth αλλά και «ικανότητα ταυτόχρονης παρακολούθησης και εξουδετέρωσης πολλών στόχων, δικτύωση με άλλα τμήματα των ενόπλων δυνάμεων και χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης για τη βοήθεια του πιλότου». Με το ενδεχόμενο αυτής της συνεργασίας οι Ρώσοι θα αποκτούσαν τα κεφάλαια για την μαζική παραγωγή του μαχητικού αλλά και τα Εμιράτα θα είχαν στη διάθεσή τους ένα προηγμένο πολεμικό αεροσκάφος χωρίς όμως τους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις που τους βάζουν οι ΗΠΑ για την πώληση των δικών τους μαχητικών.
Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι αν εν τέλει θα υλοποιηθεί αυτή η συμφωνία για την οποία έχουν ενδοιασμούς και οι δύο πλευρές. Κρίνοντας από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν προχωρήσει στην πώληση άλλων αμερικανικών οπλικών συστημάτων όπως τα F-16, το σύστημα Patriot και το σύστημα πυραυλικής άμυνας THAAD είναι πιθανόν να θέλουν να διαπραγματευτούν καλύτερους όρους για την πώληση των F-35, ήτοι την απομάκρυνση του κινεζικού παράγοντα από την περιοχή των Εμιράτων. Πρέπει, επίσης, να λάβουν υπόψιν την εναλλακτική της Ρωσίας σε περίπτωση που οι ίδιοι αποσυρθούν από τη συμφωνία κάτι που είναι απευκταίο καθώς δεν θέλουν ούτε την αύξηση της ρωσικής επιρροής στην περιοχή.
Το μέλλον θα δείξει αν η επιθυμία των Εμιράτων να καταστούν το πρώτο αραβικό κράτος που θα αποκτήσει αμερικανικά οπλικά συστήματα προηγμένης τεχνολογίας που θα αυξήσουν το κύρος τους θα είναι αρκετός λόγος για να παραμερίσουν τη συνεργασία τους με τους Κινέζους και να εξασφαλίσουν τις δικλείδες ασφαλείας που αιτούνται οι Αμερικάνοι.
*Ρωξάνη Καπαντζάκη, Διεθνολόγος
Ακολουθήστε το americanherald.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις